- τρακαδόρος
- ο попрошайка (стреляющий папиросы и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρακαδόρος — ο θηλ. όρα και όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρακαδόρος — ο, θηλ. τρακαδόρα και τρακαδόρισσα, Ν 1. αυτός που συνηθίζει να ζητά και να παίρνει από τους άλλους χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τα επιστρέφει, που κάνει τράκες 2. συνεκδ. κατεργάρης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράκα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα… … Dictionary of Greek
κολπαδόρος — ο κολπατζής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπο + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. σαλτα δόρος, τρακαδόρος] … Dictionary of Greek
σελέμης — ο, θηλ. σελέμισσα, Ν άτομο που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο, παρακεντές, τρακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selem] … Dictionary of Greek
σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος … Dictionary of Greek
τρακαδόρικος — η, ο, Ν [τρακαδόρος] χαρακτηριστικός τού τρακαδόρου («τρακαδόρικη συμπεριφορά») … Dictionary of Greek
τσιγαρολόγος — ο, Ν 1. είδος εντόμου 2. τρακαδόρος τσιγάρων … Dictionary of Greek